παρεργατης

παρεργατης
    παρεργάτης
    παρ-εργάτης
    -ου (γᾰ) ὅ любитель ненужных дел, бездельник
    

π. λόγων Eur. — пустомеля


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παρεργατης" в других словарях:

  • παρεργάτης — workman in addition masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεργάτης — ὁ, Α αυτός που εκτός από την κύρια ασχολία του έχει και άλλη επιπρόσθετη, αυτός που ασχολείται επιπροσθέτως με κάτι ως πάρεργο («κομψός γ ὁ κήρυξ καὶ παρεργάτης λόγων», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • παρεργάτας — παρεργάτᾱς , παρεργάτης workman in addition masc acc pl παρεργάτᾱς , παρεργάτης workman in addition masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»